ἀποστασία

ἀποστασία
ἀποστασία, ας, ἡ (s. ἀφίστημι; a form quotable since Diod S outside the Bible [Nägeli 31] for the older ἀπόστασις [Phryn. 528 Lob.]) defiance of established system or authority, rebellion, abandonment, breach of faith (Josh 22:22; 2 Ch 29:19; 1 Macc 2:15; Just., D. 110, 2; Tat. 8:1) ἀπό τινος (Plu., Galb. 1053 [1, 9] Z. v.l. ἀπὸ Νέρωνος ἀ.; Jos., Vi. 43) ἀποστασίαν διδάσκεις ἀπὸ Μωϋσέως you teach (Judeans) to abandon Moses Ac 21:21. Of the rebellion caused by the Lawless One in the last days 2 Th 2:3 (cp. Just., D. 110, 2).—DELG s.v. ἵστημι. M-M. TW. Sv.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀποστασία — ἀποστασίᾱ , ἀποστασία defection fem nom/voc/acc dual ἀποστασίᾱ , ἀποστασία defection fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αποστασία — η 1. αποχώρηση, αποσκίρτηση: Σημειώθηκε αποστασία στο κόμμα των Φιλελευθέρων. 2. εξέγερση κατά της κρατικής ή άλλης εξουσίας: Η αποστασία της Ερυθραίας έχει δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα στην Αιθιοπία. 3. (εκκλησ.), απάρνηση της χριστιανικής… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀποστασίᾳ — ἀποστασίαι , ἀποστασία defection fem nom/voc pl ἀποστασίᾱͅ , ἀποστασία defection fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αποστασία — Εξέγερση κατά της εξουσίας, ανταρσία, αλλά και αποχώρηση από μια ομάδα και ένταξη σε άλλη. Εγκατάλειψη της ορθοδόξου πίστεως. Συνήθως η α. συνδέεται με ευτελή κίνητρα. * * * η (ΑΜ ἀποστασία) [αποσταίνω] 1. στάση, εξέγερση 2. εκκλ. απάρνηση του… …   Dictionary of Greek

  • ἀποστασίας — ἀποστασίᾱς , ἀποστασία defection fem acc pl ἀποστασίᾱς , ἀποστασία defection fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστασίαι — ἀποστασία defection fem nom/voc pl ἀποστασίᾱͅ , ἀποστασία defection fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστασίαν — ἀποστασίᾱν , ἀποστασία defection fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Богоотступничество — (άποστασία, praevaricatio) есть добровольное, не вынужденное какими нибудь опасностями отпадение от христианства к иудейству или язычеству; этим оно отличается от вынужденного гонениями отпадения от веры христианской так называемых падших (Lapsi) …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • ἀποστασιάσαι — ἀποστασιά̱σᾱͅ , ἀπό στασιάζω to be at variance fut part act fem dat sg (doric) ἀπό στασιάζω to be at variance aor inf act ἀποστασιάσαῑ , ἀπό στασιάζω to be at variance aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστασιῶν — ἀποστασία defection fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστασίαις — ἀποστασία defection fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”